- προβατόβοδο
- Γένος μηρικαστικών θηλαστικών της βόρειας Αφρικής, που μοιάζει και με βόδι και με πρόβατο. Το είδος π. το μοσχοφόρο δεν φτάνει σε ύψος το ένα μ. και είναι ζώο δυνατό, με πυκνό τρίχωμα, που φτάνει μέχρι τα γόνατα και μερικές φορές μέχρι τους αστραγάλους του. Το χρώμα του είναι σκούρο καστανό, η ουρά του είναι κοντή και τα κέρατά του, που λυγίζουν προς τα μπρος, πολύ μυτερά. Το π. τα τελευταία χρόνια εγκλιματίστηκε και στη Γροιλανδία και τον βόρειο Καναδά.
Dictionary of Greek. 2013.